κοιμήσαντο

κοιμήσαντο
κοιμάω
lull
aor ind mid 3rd pl (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… …   Dictionary of Greek

  • σύνδυο — οι, τα / σύνδυο, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και συδυό και συνδυό Ν ανά δύο, δυο δυο, κατά ζεύγη («oἱ δ ἅμα πάντες σύνδυο κοιμήσαντο», Ύμν. Αφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δύο] …   Dictionary of Greek

  • κοιμήσαντ' — κοιμήσαντα , κοιμάω lull aor part act neut nom/voc/acc pl (attic ionic) κοιμήσαντα , κοιμάω lull aor part act masc acc sg (attic ionic) κοιμήσαντι , κοιμάω lull aor part act masc/neut dat sg (attic ionic) κοιμήσαντε , κοιμάω lull aor part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”